ἐρεῶν

ἐρεῶν
ἐρέα
wool
fem gen pl
ἐρεοῦς
of wool
fem gen pl (attic epic)
ἐρεοῦς
of wool
masc/neut gen pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐρέων — ἔρα earth fem gen pl (epic ionic) ἔρος 2 wool neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐρέω love pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἐρῶ verbum fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORANDI pro Rep — Principeque ritus, apud Romanos olim, religiose obervatus: Unde pro valetudine Augustae, pro incolumitate Principis, vota suscepta esse, apud Tacitum reperire est, Annal. l. 3. c. 71. l. 4. c. 17. l. 12. c. 68. Qui et Histor. l. I. c. 50.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… …   Dictionary of Greek

  • ερής — ἐρής, ὁ (Α) επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, τού οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς) τέκνο, γιος …   Dictionary of Greek

  • τήμος — και τᾱμος Α επίρρ. τότε, σε εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος («ἦμος δ Ἑωσφόρος εἶσι φόως ἐρέων ἐπὶ γαῑαν... τῆμος πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆμος, συσχετικό τού αναφορ. ἦμος (πρβλ. τέως: ἕως), έχει σχηματιστεί από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”